-
1 κατα-τάσσω
κατα-τάσσω, aufstellen, ordnen, στρατιάν Xen. Cyr. 3, 3, 11; vom Range, αὐτὴν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατατάττομεν Oec. 9, 13; vgl. Ath. VIII, 335 c; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an, Pol. 3, 33, 12; εἰς τάξιν Lys. 13, 82, wie Plat. Legg. XII, 945 a; in einer Schrift Etwas aufstellen, anführen, εἰς τὴν ἀπόκρισιν Pol. 26, 3, 7, ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 2, 47, 11, πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται 8, 11, 5, er hat Viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; τὰς ἱστορίας ἐν αἷς κατατετάχει τὰς πράξεις Δίωνος D. L. 4, 5. – Bei Clem. Al. auch = verdauen.
Перевод: со всех языков на немецкий
с немецкого на все языки- С немецкого на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский